….το παρανόμι ‘Κόμπος’, έμεινε στον Μανώλη Κωστάκη επειδή ήταν πολύ κοντός και σαν παιδί τον φώναζαν ‘Κομπορόζη’ έως ότου στο τέλος έμεινε το Κόμπος. Ήταν φτωχός, τσαγκάρης στο επάγγελμα, αλλά η φτώχεια δεν τον εμπόδιζε σε τίποτα να είναι μερακλής και γλεντζές όσο λίγοι στην εποχή του. Το μεράκι του ήταν αιτία το σπίτι του να είναι κέντρο διερχομένων, αφού δεν περνούσε Σάββατο που να μη μαζευτούν όλοι του οι φίλοι να τον ακούν να παίζει μπουζούκι, να τρώνε, να πίνουν και να διασκεδάζουν…
Κάποια στιγμή αποφάσισαν να φιάξουν τον δικό τους χώρο. Ο Μανώλης με την βοήθεια των φίλων του, που ήταν οικονομικά ευκατάστατοι, στήσανε μια ταβέρνα σε ένα περιβόλι πιο πέρα από το σπίτι του…
….μετά τον θάνατό του όμως, για συναισθηματικούς λόγους δεν μπορούσαν πια να πηγαίνουν στην ταβέρνα. Ο γιος του ο Δημήτρης, σκέφτηκε τότε να την παρατήσει, αλλά με την προτροπή κάποιου φίλου του τη συνέχισε.
Κάποιοι γέροντες όμως που έμεναν κοντά, δεν άντεχαν τη μουσική και έτσι αποφάσισε να την μεταφέρει σ’ενα αμπέλι που είχε παρακάτω. Με τη βοήθεια των φίλων του πατέρα του, έγινε ξανά μια καινούρια αρχή στην ταβέρνα, η οποία βρίσκεται στο Ατσιπόπουλο από το 1968 και την οποία δουλεύει τωρα ο γιός του Παναγιώτης με την οικογένειά του.